Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένειμι
ὑπένερθε
ὑπεννοέω
ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
ὑπεξανίσταμαι
View word page
ὑπεξαίρετος
removable

ShortDef

removable

Debugging

Headword:
ὑπεξαίρετος
Headword (normalized):
ὑπεξαίρετος
Headword (normalized/stripped):
υπεξαιρετος
IDX:
90626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90627
Key:

Data

{'content': 'removable'}