Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπενδίδωμι
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένειμι
ὑπένερθε
ὑπεννοέω
ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξαναδύω
View word page
ὑπεξαιρετέος
to be removed

ShortDef

to be removed

Debugging

Headword:
ὑπεξαιρετέος
Headword (normalized):
ὑπεξαιρετέος
Headword (normalized/stripped):
υπεξαιρετεος
IDX:
90625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90626
Key:

Data

{'content': 'to be removed'}