Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεναντίωμα
ὑπεναντίωσις
ὑπενδίδωμι
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένειμι
ὑπένερθε
ὑπεννοέω
ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
ὑπεξαίρετος
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαίρω
ὑπεξακρίζω
ὑπεξαλέασθαι
ὑπεξάλυξις
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
View word page
ὑπεξαείρω
lift up
ShortDef
lift up
Debugging
Headword:
ὑπεξαείρω
Headword (normalized):
ὑπεξαείρω
Headword (normalized/stripped):
υπεξαειρω
IDX:
90623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90624
Key:
Data
{'content': 'lift up'}