Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεμβρυόω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεμπίπρημι
ὑπεμφαίνω
ὑπεναντιολογία
ὑπεναντιόομαι
ὑπεναντίος
ὑπεναντιότης
ὑπεναντίωμα
ὑπεναντίωσις
ὑπενδίδωμι
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένειμι
ὑπένερθε
ὑπεννοέω
ὑπεξάγω
ὑπεξαγωγή
ὑπεξαείρω
ὑπεξαίρεσις
ὑπεξαιρετέος
View word page
ὑπενδίδωμι
to give way a little

ShortDef

to give way a little

Debugging

Headword:
ὑπενδίδωμι
Headword (normalized):
ὑπενδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
υπενδιδωμι
IDX:
90615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90616
Key:

Data

{'content': 'to give way a little'}