Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέλεθρος
ὑπελθετέον
ὑπελίσσω
ὑπεμβάλλω
ὑπέμβρυον
ὑπεμβρυόω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεμπίπρημι
ὑπεμφαίνω
ὑπεναντιολογία
ὑπεναντιόομαι
ὑπεναντίος
ὑπεναντιότης
ὑπεναντίωμα
ὑπεναντίωσις
ὑπενδίδωμι
ὑπένδυμα
ὑπενδύω
ὑπένειμι
ὑπένερθε
ὑπεννοέω
View word page
ὑπεναντιόομαι
to oppose secretly

ShortDef

to oppose secretly

Debugging

Headword:
ὑπεναντιόομαι
Headword (normalized):
ὑπεναντιόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεναντιοομαι
IDX:
90610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90611
Key:

Data

{'content': 'to oppose secretly'}