Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέλαιον
ὑπελάσσων
ὑπελαύνω
ὑπελαφρός
ὑπελέγχω
ὑπέλεθρος
ὑπελθετέον
ὑπελίσσω
ὑπεμβάλλω
ὑπέμβρυον
ὑπεμβρυόω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεμπίπρημι
ὑπεμφαίνω
ὑπεναντιολογία
ὑπεναντιόομαι
ὑπεναντίος
ὑπεναντιότης
ὑπεναντίωμα
ὑπεναντίωσις
ὑπενδίδωμι
View word page
ὑπεμβρυόω
impregnate

ShortDef

impregnate

Debugging

Headword:
ὑπεμβρυόω
Headword (normalized):
ὑπεμβρυόω
Headword (normalized/stripped):
υπεμβρυοω
IDX:
90605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90606
Key:

Data

{'content': 'impregnate'}