Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεκχωρητικός
ὑπέλαιον
ὑπελάσσων
ὑπελαύνω
ὑπελαφρός
ὑπελέγχω
ὑπέλεθρος
ὑπελθετέον
ὑπελίσσω
ὑπεμβάλλω
ὑπέμβρυον
ὑπεμβρυόω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεμπίπρημι
ὑπεμφαίνω
ὑπεναντιολογία
ὑπεναντιόομαι
ὑπεναντίος
ὑπεναντιότης
ὑπεναντίωμα
ὑπεναντίωσις
View word page
ὑπέμβρυον
foetus
ShortDef
foetus
Debugging
Headword:
ὑπέμβρυον
Headword (normalized):
ὑπέμβρυον
Headword (normalized/stripped):
υπεμβρυον
IDX:
90604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90605
Key:
Data
{'content': 'foetus'}