Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεκχώρησις
ὑπεκχωρητικός
ὑπέλαιον
ὑπελάσσων
ὑπελαύνω
ὑπελαφρός
ὑπελέγχω
ὑπέλεθρος
ὑπελθετέον
ὑπελίσσω
ὑπεμβάλλω
ὑπέμβρυον
ὑπεμβρυόω
ὑπεμνήμυκε
ὑπεμπίπρημι
ὑπεμφαίνω
ὑπεναντιολογία
ὑπεναντιόομαι
ὑπεναντίος
ὑπεναντιότης
ὑπεναντίωμα
View word page
ὑπεμβάλλω
insert under
ShortDef
insert under
Debugging
Headword:
ὑπεμβάλλω
Headword (normalized):
ὑπεμβάλλω
Headword (normalized/stripped):
υπεμβαλλω
IDX:
90603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90604
Key:
Data
{'content': 'insert under'}