Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτελέω
ὑπεκτήκω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκτροφή
ὑπεκτρώγω
ὑπεκφαίνω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκφράζω
ὑπεκφύομαι
ὑπεκχαλάω
ὑπεκχέω
ὑπεκχωρέω
ὑπεκχώρησις
ὑπεκχωρητικός
ὑπέλαιον
ὑπελάσσων
ὑπελαύνω
View word page
ὑπεκφεύγω
to flee away
ShortDef
to flee away
Debugging
Headword:
ὑπεκφεύγω
Headword (normalized):
ὑπεκφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπεκφευγω
IDX:
90587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90588
Key:
Data
{'content': 'to flee away'}