Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτελέω
ὑπεκτήκω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκτροφή
ὑπεκτρώγω
ὑπεκφαίνω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκφράζω
ὑπεκφύομαι
ὑπεκχαλάω
ὑπεκχέω
ὑπεκχωρέω
ὑπεκχώρησις
ὑπεκχωρητικός
ὑπέλαιον
ὑπελάσσων
View word page
ὑπεκφέρω
to carry out a little

ShortDef

to carry out a little

Debugging

Headword:
ὑπεκφέρω
Headword (normalized):
ὑπεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
υπεκφερω
IDX:
90586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90587
Key:

Data

{'content': 'to carry out a little'}