Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροχέομαι
ὑπέκπυρος
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτελέω
ὑπεκτήκω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκτροφή
ὑπεκτρώγω
ὑπεκφαίνω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκφράζω
ὑπεκφύομαι
View word page
ὑπεκτήκω
cause to waste slowly away
ShortDef
cause to waste slowly away
Debugging
Headword:
ὑπεκτήκω
Headword (normalized):
ὑπεκτήκω
Headword (normalized/stripped):
υπεκτηκω
IDX:
90579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90580
Key:
Data
{'content': 'cause to waste slowly away'}