Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροχέομαι
ὑπέκπυρος
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτελέω
ὑπεκτήκω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκτροφή
ὑπεκτρώγω
ὑπεκφαίνω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπεκφράζω
View word page
ὑπεκτελέω
accomplish secretly

ShortDef

accomplish secretly

Debugging

Headword:
ὑπεκτελέω
Headword (normalized):
ὑπεκτελέω
Headword (normalized/stripped):
υπεκτελεω
IDX:
90578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90579
Key:

Data

{'content': 'accomplish secretly'}