Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεκπρό
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπροθρῴσκω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροχέομαι
ὑπέκπυρος
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτελέω
ὑπεκτήκω
ὑπεκτίθεμαι
ὑπεκτρέπω
ὑπεκτρέχω
ὑπεκτροφή
ὑπεκτρώγω
View word page
ὑπεκρήγνυμαι
to be gradually broken away

ShortDef

to be gradually broken away

Debugging

Headword:
ὑπεκρήγνυμαι
Headword (normalized):
ὑπεκρήγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεκρηγνυμαι
IDX:
90574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90575
Key:

Data

{'content': 'to be gradually broken away'}