Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεκπίπτω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπνέω
ὑπεκπονέω
ὑπεκπρό
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπροθρῴσκω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροχέομαι
ὑπέκπυρος
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
ὑπεκτελέω
ὑπεκτήκω
ὑπεκτίθεμαι
View word page
ὑπεκπροφεύγω
to flee away secretly, escape and flee

ShortDef

to flee away secretly, escape and flee

Debugging

Headword:
ὑπεκπροφεύγω
Headword (normalized):
ὑπεκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπροφευγω
IDX:
90570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90571
Key:

Data

{'content': 'to flee away secretly, escape and flee'}