Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεκπέμπω
ὑπεκπεράω
ὑπεκπηδάω
ὑπεκπίπτω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπνέω
ὑπεκπονέω
ὑπεκπρό
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπροθρῴσκω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροχέομαι
ὑπέκπυρος
ὑπεκρέω
ὑπεκρήγνυμαι
ὑπεκρίπτω
ὑπεκσαόω
ὑπεκσῴζω
View word page
ὑπεκπρολύω
to loose from under

ShortDef

to loose from under

Debugging

Headword:
ὑπεκπρολύω
Headword (normalized):
ὑπεκπρολύω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπρολυω
IDX:
90567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90568
Key:

Data

{'content': 'to loose from under'}