Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεκκομίζω
ὑπεκκρίνομαι
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλείπω
ὑπέκλυσις
ὑπεκλύω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπεράω
ὑπεκπηδάω
ὑπεκπίπτω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπνέω
ὑπεκπονέω
ὑπεκπρό
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπροθρῴσκω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκπροχέομαι
View word page
ὑπεκπλέω
to sail out secretly

ShortDef

to sail out secretly

Debugging

Headword:
ὑπεκπλέω
Headword (normalized):
ὑπεκπλέω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπλεω
IDX:
90561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90562
Key:

Data

{'content': 'to sail out secretly'}