Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεκκλίνω
ὑπεκκομίζω
ὑπεκκρίνομαι
ὑπεκλαμβάνω
ὑπεκλείπω
ὑπέκλυσις
ὑπεκλύω
ὑπεκπέμπω
ὑπεκπεράω
ὑπεκπηδάω
ὑπεκπίπτω
ὑπεκπλέω
ὑπεκπνέω
ὑπεκπονέω
ὑπεκπρό
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπροθρῴσκω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροτάμνω
ὑπεκπροφεύγω
View word page
ὑπεκπίπτω
miss
ShortDef
miss
Debugging
Headword:
ὑπεκπίπτω
Headword (normalized):
ὑπεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπιπτω
IDX:
90560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90561
Key:
Data
{'content': 'miss'}