Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
ὑπαυχένιος
ὑπαύχενον
ὑπαφανίζω
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρίζω
ὕπαφρος
ὑπάφρων
ὑπάφωνος
ὑπαχλύνομαι
ὑπέγγυος
ὑπεγείρω
ὑπέγκειμαι
ὑπεγκλίνω
ὑπεγχέω
ὑπειδόμην
ὑπεικτέον
ὑπεικτέος
ὑπεικτικός
ὑπείκω
View word page
ὑπαχλύνομαι
grow dark by degrees

ShortDef

grow dark by degrees

Debugging

Headword:
ὑπαχλύνομαι
Headword (normalized):
ὑπαχλύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπαχλυνομαι
IDX:
90504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90505
Key:

Data

{'content': 'grow dark by degrees'}