Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
ὑπαυχένιος
ὑπαύχενον
ὑπαφανίζω
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρίζω
ὕπαφρος
ὑπάφρων
ὑπάφωνος
ὑπαχλύνομαι
ὑπέγγυος
ὑπεγείρω
ὑπέγκειμαι
ὑπεγκλίνω
ὑπεγχέω
ὑπειδόμην
ὑπεικτέον
ὑπεικτέος
ὑπεικτικός
View word page
ὑπάφωνος
somewhat indistinct, obscure
ShortDef
somewhat indistinct, obscure
Debugging
Headword:
ὑπάφωνος
Headword (normalized):
ὑπάφωνος
Headword (normalized/stripped):
υπαφωνος
IDX:
90503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90504
Key:
Data
{'content': 'somewhat indistinct, obscure'}