Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
ὕπαυλις
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
ὑπαυχένιος
ὑπαύχενον
ὑπαφανίζω
ὑπαφίσταμαι
ὑπαφρίζω
ὕπαφρος
ὑπάφρων
View word page
ὕπαυλις
a fold
ShortDef
a fold
Debugging
Headword:
ὕπαυλις
Headword (normalized):
ὕπαυλις
Headword (normalized/stripped):
υπαυλις
IDX:
90492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90493
Key:
Data
{'content': 'a fold'}