Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
ὕπαυλις
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
ὑπαυχένιος
ὑπαύχενον
View word page
ὑπάτυφος
moderately free from τῦφος, humbug

ShortDef

moderately free from τῦφος, humbug

Debugging

Headword:
ὑπάτυφος
Headword (normalized):
ὑπάτυφος
Headword (normalized/stripped):
υπατυφος
IDX:
90487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90488
Key:

Data

{'content': 'moderately free from τῦφος, humbug'}