Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
ὕπαυλις
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
ὑπαυχένιος
View word page
ὑπαττικός
somewhat Attic

ShortDef

somewhat Attic

Debugging

Headword:
ὑπαττικός
Headword (normalized):
ὑπαττικός
Headword (normalized/stripped):
υπαττικος
IDX:
90486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90487
Key:

Data

{'content': 'somewhat Attic'}