Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
ὕπαυλις
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
ὑπαυστηρός
View word page
ὕπατος
supremus, the highest, uppermost; Roman consul

ShortDef

supremus, the highest, uppermost; Roman consul

Debugging

Headword:
ὕπατος
Headword (normalized):
ὕπατος
Headword (normalized/stripped):
υπατος
IDX:
90485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90486
Key:

Data

{'content': 'supremus, the highest, uppermost; Roman consul'}