Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
ὕπαυλις
ὑπαυλισμός
ὕπαυλος
View word page
ὑπάτοπος
somewhat absurd
ShortDef
somewhat absurd
Debugging
Headword:
ὑπάτοπος
Headword (normalized):
ὑπάτοπος
Headword (normalized/stripped):
υπατοπος
IDX:
90484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90485
Key:
Data
{'content': 'somewhat absurd'}