Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπασπιστής
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
ὕπατος
ὑπαττικός
ὑπάτυφος
ὑπαυγάζω
ὑπαυγή
ὕπαυγος
ὑπαυλέω
View word page
ὑπατμίζω
vaporize, inhale

ShortDef

vaporize, inhale

Debugging

Headword:
ὑπατμίζω
Headword (normalized):
ὑπατμίζω
Headword (normalized/stripped):
υπατμιζω
IDX:
90481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90482
Key:

Data

{'content': 'vaporize, inhale'}