Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
ὑπασπίδιος
ὑπασπίζω
ὑπασπιστήρ
ὑπασπιστής
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
ὑπατοειδής
ὑπάτοπος
View word page
ὑπασχολέομαι
to be a subordinate official

ShortDef

to be a subordinate official

Debugging

Headword:
ὑπασχολέομαι
Headword (normalized):
ὑπασχολέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπασχολεομαι
IDX:
90474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90475
Key:

Data

{'content': 'to be a subordinate official'}