Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
ὑπασπίδιος
ὑπασπίζω
ὑπασπιστήρ
ὑπασπιστής
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
ὑπάτη
ὑπατικός
ὑπατμίζω
ὑπατμισμός
View word page
ὑπαστράπτω
flash

ShortDef

flash

Debugging

Headword:
ὑπαστράπτω
Headword (normalized):
ὑπαστράπτω
Headword (normalized/stripped):
υπαστραπτω
IDX:
90472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90473
Key:

Data

{'content': 'flash'}