Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπάρπεζος
ὑπαρτάω
ὑπαρχεία
ὑπαρχή
ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
ὑπασπίδιος
ὑπασπίζω
ὑπασπιστήρ
ὑπασπιστής
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
Ὑπάτη
View word page
ὑπασπίδιος
under shield, covered with a shield

ShortDef

under shield, covered with a shield

Debugging

Headword:
ὑπασπίδιος
Headword (normalized):
ὑπασπίδιος
Headword (normalized/stripped):
υπασπιδιος
IDX:
90468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90469
Key:

Data

{'content': 'under shield, covered with a shield'}