Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαρόω
ὑπάρπεζος
ὑπαρτάω
ὑπαρχεία
ὑπαρχή
ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
ὑπασπίδιος
ὑπασπίζω
ὑπασπιστήρ
ὑπασπιστής
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
ὑπατεία
ὑπατεύω
View word page
ὑπασθενέω
to be a little unwell

ShortDef

to be a little unwell

Debugging

Headword:
ὑπασθενέω
Headword (normalized):
ὑπασθενέω
Headword (normalized/stripped):
υπασθενεω
IDX:
90467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90468
Key:

Data

{'content': 'to be a little unwell'}