Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὕπαρνος
ὕπαρξις
ὑπαρόω
ὑπάρπεζος
ὑπαρτάω
ὑπαρχεία
ὑπαρχή
ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
ὑπασπίδιος
ὑπασπίζω
ὑπασπιστήρ
ὑπασπιστής
ὑπαστράπτω
ὕπαστρος
ὑπασχολέομαι
ὑπασώδης
View word page
ὑπάρχω
to begin; to exist
ShortDef
to begin; to exist
Debugging
Headword:
ὑπάρχω
Headword (normalized):
ὑπάρχω
Headword (normalized/stripped):
υπαρχω
IDX:
90465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90466
Key:
Data
{'content': 'to begin; to exist'}