Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπάργυρος
ὑπαργυρόω
ὑπάρδω
ὑπαρκτέον
ὑπαρκτέος
ὑπαρκτικός
ὑπάρκτιος
ὑπαρκτός
ὕπαρνος
ὕπαρξις
ὑπαρόω
ὑπάρπεζος
ὑπαρτάω
ὑπαρχεία
ὑπαρχή
ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
ὑπάρχω
ὑπαρωματίζω
ὑπασθενέω
View word page
ὑπαρόω
plough just before sowing
ShortDef
plough just before sowing
Debugging
Headword:
ὑπαρόω
Headword (normalized):
ὑπαρόω
Headword (normalized/stripped):
υπαροω
IDX:
90457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90458
Key:
Data
{'content': 'plough just before sowing'}