Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
ὑπάργυρος
ὑπαργυρόω
ὑπάρδω
ὑπαρκτέον
ὑπαρκτέος
ὑπαρκτικός
ὑπάρκτιος
ὑπαρκτός
ὕπαρνος
ὕπαρξις
ὑπαρόω
ὑπάρπεζος
ὑπαρτάω
ὑπαρχεία
ὑπαρχή
ὑπαρχιτέκτων
ὑπαρχιφυλακίτης
ὕπαρχος
View word page
ὑπαρκτός
subsisting, existent, real

ShortDef

subsisting, existent, real

Debugging

Headword:
ὑπαρκτός
Headword (normalized):
ὑπαρκτός
Headword (normalized/stripped):
υπαρκτος
IDX:
90454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90455
Key:

Data

{'content': 'subsisting, existent, real'}