Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὑπάρ
ὕπαρ
ὑπαραιόω
ὑπαράσσω
ὑπάργιλος
ὕπαργμα
ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
ὑπάργυρος
ὑπαργυρόω
ὑπάρδω
ὑπαρκτέον
ὑπαρκτέος
ὑπαρκτικός
ὑπάρκτιος
ὑπαρκτός
ὕπαρνος
View word page
ὑπαργυρεύω
use base money
ShortDef
use base money
Debugging
Headword:
ὑπαργυρεύω
Headword (normalized):
ὑπαργυρεύω
Headword (normalized/stripped):
υπαργυρευω
IDX:
90445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90446
Key:
Data
{'content': 'use base money'}