Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὑπάρ
ὕπαρ
ὑπαραιόω
ὑπαράσσω
ὑπάργιλος
ὕπαργμα
ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
ὑπάργυρος
ὑπαργυρόω
ὑπάρδω
ὑπαρκτέον
ὑπαρκτέος
ὑπαρκτικός
ὑπάρκτιος
View word page
ὕπαργμα
property
ShortDef
property
Debugging
Headword:
ὕπαργμα
Headword (normalized):
ὕπαργμα
Headword (normalized/stripped):
υπαργμα
IDX:
90443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90444
Key:
Data
{'content': 'property'}