Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαποκινέω
ὑπαποκινητέον
ὑπαποκρύπτω
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὑπάρ
ὕπαρ
ὑπαραιόω
ὑπαράσσω
ὑπάργιλος
ὕπαργμα
ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
ὑπάργυρος
ὑπαργυρόω
ὑπάρδω
ὑπαρκτέον
View word page
ὑπαραιόω
slackening, lowering

ShortDef

slackening, lowering

Debugging

Headword:
ὑπαραιόω
Headword (normalized):
ὑπαραιόω
Headword (normalized/stripped):
υπαραιοω
IDX:
90440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90441
Key:

Data

{'content': 'slackening, lowering'}