Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαπειλέω
ὑπάπειμι
ὑπαποκινέω
ὑπαποκινητέον
ὑπαποκρύπτω
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὑπάρ
ὕπαρ
ὑπαραιόω
ὑπαράσσω
ὑπάργιλος
ὕπαργμα
ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
ὑπάργυρος
ὑπαργυρόω
View word page
ὑπάρ
[Pamph. > ὑπέρ]

ShortDef

[Pamph. > ὑπέρ]

Debugging

Headword:
ὑπάρ
Headword (normalized):
ὑπάρ
Headword (normalized/stripped):
υπαρ
IDX:
90438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90439
Key:

Data

{'content': '[Pamph. > ὑπέρ]'}