Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαπάντη
ὑπαπειλέω
ὑπάπειμι
ὑπαποκινέω
ὑπαποκινητέον
ὑπαποκρύπτω
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὑπάρ
ὕπαρ
ὑπαραιόω
ὑπαράσσω
ὑπάργιλος
ὕπαργμα
ὑπαργύρευσις
ὑπαργυρεύω
ὑπαργυρίζω
ὑπάργυρος
View word page
ὑπάπτω
[Ion. > ὑφάπτω]

ShortDef

[Ion. > ὑφάπτω]

Debugging

Headword:
ὑπάπτω
Headword (normalized):
ὑπάπτω
Headword (normalized/stripped):
υπαπτω
IDX:
90437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90438
Key:

Data

{'content': '[Ion. > ὑφάπτω]'}