Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαντιάζω
ὑπαντλέω
ὑπάντλιον
ὕπαντρος
ὑπανύσθαι
ὑπανώμαλος
ὕπαξις
ὑπαξόνιος
ὑπαπαίδευτος
ὑπαπάντη
ὑπαπειλέω
ὑπάπειμι
ὑπαποκινέω
ὑπαποκινητέον
ὑπαποκρύπτω
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
ὑπάπτω
ὑπάρ
View word page
ὑπαπειλέω
to threaten underhand

ShortDef

to threaten underhand

Debugging

Headword:
ὑπαπειλέω
Headword (normalized):
ὑπαπειλέω
Headword (normalized/stripped):
υπαπειλεω
IDX:
90428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90429
Key:

Data

{'content': 'to threaten underhand'}