Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαντητικός
ὑπαντήτωρ
ὑπαντιάζω
ὑπαντλέω
ὑπάντλιον
ὕπαντρος
ὑπανύσθαι
ὑπανώμαλος
ὕπαξις
ὑπαξόνιος
ὑπαπαίδευτος
ὑπαπάντη
ὑπαπειλέω
ὑπάπειμι
ὑπαποκινέω
ὑπαποκινητέον
ὑπαποκρύπτω
ὑπαπολείπομαι
ὑπαποτρέχω
ὑπαποψήχω
ὑπαπροσθίδιος
View word page
ὑπαπαίδευτος
somewhat untaught

ShortDef

somewhat untaught

Debugging

Headword:
ὑπαπαίδευτος
Headword (normalized):
ὑπαπαίδευτος
Headword (normalized/stripped):
υπαπαιδευτος
IDX:
90426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90427
Key:

Data

{'content': 'somewhat untaught'}