Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπανερπύζω
ὑπανέρχομαι
ὑπάνεσις
ὑπανθέω
ὑπανθηρός
ὑπανιάομαι
ὑπανίημι
ὑπανίσταμαι
ὑπανίσχω
ὑπανοίγω
ὕπαντα
ὑπαντάω
ὑπάντησις
ὑπαντητέον
ὑπαντητικός
ὑπαντήτωρ
ὑπαντιάζω
ὑπαντλέω
ὑπάντλιον
ὕπαντρος
ὑπανύσθαι
View word page
ὕπαντα
intervening in

ShortDef

intervening in

Debugging

Headword:
ὕπαντα
Headword (normalized):
ὕπαντα
Headword (normalized/stripped):
υπαντα
IDX:
90412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90413
Key:

Data

{'content': 'intervening in'}