Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπανέλκω
ὑπανεμόω
ὑπανερπύζω
ὑπανέρχομαι
ὑπάνεσις
ὑπανθέω
ὑπανθηρός
ὑπανιάομαι
ὑπανίημι
ὑπανίσταμαι
ὑπανίσχω
ὑπανοίγω
ὕπαντα
ὑπαντάω
ὑπάντησις
ὑπαντητέον
ὑπαντητικός
ὑπαντήτωρ
ὑπαντιάζω
ὑπαντλέω
ὑπάντλιον
View word page
ὑπανίσχω
rise slowly
ShortDef
rise slowly
Debugging
Headword:
ὑπανίσχω
Headword (normalized):
ὑπανίσχω
Headword (normalized/stripped):
υπανισχω
IDX:
90410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90411
Key:
Data
{'content': 'rise slowly'}