Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαναπλέω
ὑπανάπτω
ὑπανάστασις
ὑπαναστατέον
ὑπαναστατέος
ὑπαναστρέφω
ὑπανατείνω
ὑπανατέλλω
ὑπανατρέπω
ὑπαναφλέγομαι
ὑπαναφύομαι
ὑπαναχωρέω
ὑπαναχώρησις
ὕπανδρος
ὑπάνειμι
ὑπανέλκω
ὑπανεμόω
ὑπανερπύζω
ὑπανέρχομαι
ὑπάνεσις
ὑπανθέω
View word page
ὑπαναφύομαι
grow
ShortDef
grow
Debugging
Headword:
ὑπαναφύομαι
Headword (normalized):
ὑπαναφύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπαναφυομαι
IDX:
90395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90396
Key:
Data
{'content': 'grow'}