Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπανακαθαίρω
ὑπανάκειμαι
ὑπανακινέω
ὑπανακλάω
ὑπανακλίνω
ὑπανακόπτω
ὑπαναλαμβάνω
ὑπαναλίσκω
ὑπαναμέλπω
ὑπαναμιμνήσκομαι
ὑπαναπείθω
ὑπαναπίμπλαμαι
ὑπαναπλέω
ὑπανάπτω
ὑπανάστασις
ὑπαναστατέον
ὑπαναστατέος
ὑπαναστρέφω
ὑπανατείνω
ὑπανατέλλω
ὑπανατρέπω
View word page
ὑπαναπείθω
exert undue influence upon
ShortDef
exert undue influence upon
Debugging
Headword:
ὑπαναπείθω
Headword (normalized):
ὑπαναπείθω
Headword (normalized/stripped):
υπαναπειθω
IDX:
90383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90384
Key:
Data
{'content': 'exert undue influence upon'}