Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπάλληλος
ὑπαλοιφή
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαμάω
ὑπαμβής
ὕπαμβλυς
ὑπαμείβω
ὑπάμπελος
ὑπαμπέχω
ὑπαμφίβολος
ὑπαμφιέννυμαι
ὑπαναβλέπω
ὑπαναγιγνώσκω
ὑπαναγκάζω
ὑπανάγω
ὑπαναδύομαι
ὑπαναθλίβω
ὑπαναιρέω
ὑπανακαθαίρω
View word page
ὑπαμπέχω
keep under a cloak

ShortDef

keep under a cloak

Debugging

Headword:
ὑπαμπέχω
Headword (normalized):
ὑπαμπέχω
Headword (normalized/stripped):
υπαμπεχω
IDX:
90363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90364
Key:

Data

{'content': 'keep under a cloak'}