Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαλλάσσω
ὑπάλληλος
ὑπαλοιφή
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαμάω
ὑπαμβής
ὕπαμβλυς
ὑπαμείβω
ὑπάμπελος
ὑπαμπέχω
ὑπαμφίβολος
ὑπαμφιέννυμαι
ὑπαναβλέπω
ὑπαναγιγνώσκω
ὑπαναγκάζω
ὑπανάγω
ὑπαναδύομαι
ὑπαναθλίβω
ὑπαναιρέω
View word page
ὑπάμπελος
planted with vines

ShortDef

planted with vines

Debugging

Headword:
ὑπάμπελος
Headword (normalized):
ὑπάμπελος
Headword (normalized/stripped):
υπαμπελος
IDX:
90362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90363
Key:

Data

{'content': 'planted with vines'}