Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλακτέον
ὑπαλλακτικός
ὑπάλλαξις
ὑπαλλάσσω
ὑπάλληλος
ὑπαλοιφή
ὑπάλπειος
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαμάω
ὑπαμβής
ὕπαμβλυς
ὑπαμείβω
ὑπάμπελος
ὑπαμπέχω
ὑπαμφίβολος
View word page
ὑπαλοιφή
greasing

ShortDef

greasing

Debugging

Headword:
ὑπαλοιφή
Headword (normalized):
ὑπαλοιφή
Headword (normalized/stripped):
υπαλοιφη
IDX:
90354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90355
Key:

Data

{'content': 'greasing'}