Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
ὑπακτικός
ὑπαλγέω
ὑπαλεαίνω
ὑπάλειμμα
ὑπάλειπτος
ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλακτέον
ὑπαλλακτικός
ὑπάλλαξις
ὑπαλλάσσω
ὑπάλληλος
ὑπαλοιφή
ὑπάλπειος
View word page
ὑπαλείφω
to lay thinly on, to spread like salve

ShortDef

to lay thinly on, to spread like salve

Debugging

Headword:
ὑπαλείφω
Headword (normalized):
ὑπαλείφω
Headword (normalized/stripped):
υπαλειφω
IDX:
90345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90346
Key:

Data

{'content': 'to lay thinly on, to spread like salve'}