Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
ὑπακτικός
ὑπαλγέω
ὑπαλεαίνω
ὑπάλειμμα
ὑπάλειπτος
ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλακτέον
ὑπαλλακτικός
ὑπάλλαξις
ὑπαλλάσσω
ὑπάλληλος
ὑπαλοιφή
View word page
ὑπάλειπτρον
spatula for spreading a salve
ShortDef
spatula for spreading a salve
Debugging
Headword:
ὑπάλειπτρον
Headword (normalized):
ὑπάλειπτρον
Headword (normalized/stripped):
υπαλειπτρον
IDX:
90344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90345
Key:
Data
{'content': 'spatula for spreading a salve'}