Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
ὑπακτικός
ὑπαλγέω
ὑπαλεαίνω
ὑπάλειμμα
ὑπάλειπτος
ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλακτέον
ὑπαλλακτικός
ὑπάλλαξις
ὑπαλλάσσω
View word page
ὑπάλειμμα
salve

ShortDef

salve

Debugging

Headword:
ὑπάλειμμα
Headword (normalized):
ὑπάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
υπαλειμμα
IDX:
90342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90343
Key:

Data

{'content': 'salve'}