Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
ὑπακτικός
ὑπαλγέω
ὑπαλεαίνω
ὑπάλειμμα
ὑπάλειπτος
ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
ὑπαλλαγή
ὑπάλλαγμα
ὑπαλλακτέον
ὑπαλλακτικός
View word page
ὑπαλγέω
have a slight pain
ShortDef
have a slight pain
Debugging
Headword:
ὑπαλγέω
Headword (normalized):
ὑπαλγέω
Headword (normalized/stripped):
υπαλγεω
IDX:
90340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90341
Key:
Data
{'content': 'have a slight pain'}